- εὐαπόσειστος
- εὐ-από-σειστος, leicht abzuschütteln
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευαπόσειστος — η, ο (Α εὐαπόσειστος, ον) αυτός που αποσείεται εύκολα, αυτός τον οποίο αποσείει κάποιος εύκολα («ο ζυγός τής δουλείας δεν είναι ευαπόσειστος»). επίρρ... εὐαποσείστως (Α) με ευαπόσειστο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + (< απο σείω)] … Dictionary of Greek